ατλαζένιος, -ια, -ιο

ατλαζένιος, -ια, -ιο
αυτός που είναι από ατλάζι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ατλαζένιος — α, ο και ατλαζωτός, ή, ό ο κατασκευασμένος από ατλάζι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”